- κακόφραστος
- κᾰκό-φραστος, ον,A ill-conceived, Sch.E.Or.674.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κακόφραστος — κακόφραστος, ον (Α) (σχόλ.) κακοφραδής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + φραστος (< φράζω), πρβλ. πολύ φραστος] … Dictionary of Greek